Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ναοποιός — ναοποιός, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωποιός … Dictionary of Greek
νεωποιός — και δωρ. τ. ναοποιός, ὁ (Α) 1. νεωποίης* 2. αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του ναός* + ποιός*] … Dictionary of Greek